συμμυολόγος

συμμυολόγος
-ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που σιωπά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμμύω «κλείνω» + -λόγος*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συμμυολόγους — συμμυολόγος one that shuts up his words masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμυολογογραφώ — έω, Μ γράφω με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκρύπτεται η σημασία αυτών που γράφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμμυολόγος «αυτός που σιωπά» + γραφῶ (< γραφος*)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”